Poemas de Antonio Cillóniz
Ποιήματα του Αντόνιο Θιλόνιθ
Traducción: Stelios Karayanis
Μετάφραση: Στέλιος Καραγιάννης
Antonio Cillóniz de la Guerra, nacido el 1 de abril de 1944 en Lima, es un poeta peruano cuya obra ha dejado una impronta única y significativa en la escena literaria hispanoamericana. Su vida se teje en la intrincada trama de una familia oligárquica, fusionando diversas corrientes migratorias que convergen en su identidad. Cillóniz, el menor de tres hermanos, lleva en su sangre la herencia de antiguos combatientes y emigrantes, una conexión con la oligarquía peruana que más tarde desafiaría abrazando la justicia social y la igualdad. Educado en el Colegio de la Inmaculada de la Compañía de Jesús, Cillóniz despertó su interés por la poesía bajo la tutela del sacerdote jesuita Jesús Valverde Pacheco, hermano del reconocido poeta español José María Valverde. Desde temprana edad, mostró su inclinación por la escritura y la lectura, gestando los primeros versos que marcarían el inicio de su rica trayectoria literaria. En 1961, con tan solo 17 años, Cillóniz se embarcó hacia España para estudiar Filología Románica en la Universidad Complutense de Madrid. Fue en este periodo que inició su incursión en la escena literaria, con la publicación de sus primeros poemas en la revista Poesía Española y sus primeros recitales. Su poesía, permeada por lecturas de autores peruanos, hispanoamericanos y españoles, comenzó a ganar reconocimiento. El exilio marcó su vida y su obra. Tras el servicio en el Instituto Nacional de Cultura del Perú y los desafíos políticos, Cillóniz regresó a Madrid, donde amplió su formación en Historia Moderna y Contemporánea en la Universidad Autónoma. Su dedicación a la docencia y su jubilación en 2013 marcaron una etapa significativa en su vida. En la extensa trayectoria poética de Cillóniz, destacan obras como Verso vulgar (1968), Después de caminar cierto tiempo hacia el Este (1971) y Fardo funerario (1975). Su poesía, reconocida con el Premio Extraordinario de Poesía Iberoamericana en 1985 por Una noche en el caballo de Troya, se ha caracterizado por una singularidad que desafía clasificaciones generacionales. La síntesis de tradiciones literarias, el compromiso ético y la evolución constante han consolidado a Antonio Cillóniz como una figura insular e influyente en la poesía hispanoamericana contemporánea. Su obra, ahora compilada en varios volúmenes, continúa desafiando categorías y enriqueciendo la tradición poética. En su vida personal, marcada por matrimonios, traslados y reconocimientos, Cillóniz persiste como una voz atípica y esencial en el panorama literario actual.
Ο ποιητής Αντόνιο Θιλόνιθ γεννήθηκε στη Λίμα το 1944.Έχει δημοσιεύσει ως σήμερα 39 ποιητικές συλλογές και αρκετά βιβλία δοκιμίων. Είναι μια από τις πρώτες σημαντικές φωνές της γενιά του 70 αν και κάποιοι κριτικοί προσπαθούν να μιλήσουν για τη γενιά του 68 στην οποία και ο ίδιος θέλει να ανήκει.
ΤΩΡΑ ΠΙΟ ΚΑΘΑΡΑ
Πίστευαν ότι τραγουδούσα περασμένες εποχές,
ιστορίες περίεργων βασιλείων.
Νόμιζαν ότι θα έγραφα ανέκδοτα.
Η φωνή μου δεν έσπασε ποτέ.
Τα χείλη μου δεν έτρεμαν ποτέ.
Ήταν το χέρι μου που έτρεμε
αυτό που ακολούθησε την πορεία
ασταθές
από τα γεγονότα.
Υπέθεσαν
ότι θα έχτιζα μια άβυσσο από σιωπές
και μοναξιές
για να ξαπλώσω
λόγω της τεμπελιάς μου.
Δίχως να καταλάβουν
ότι όλες οι πληροφορίες για τις χίλιες μορφές λογοκρισίας
είχαν επίσης λογοκριθεί.
ΜΥΘΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
σε ποιον ήρωα
σε ποια
μάχη
Θα δώσω έμφαση,
με πόση προθυμία
θα περιγράψω τα γεγονότα
αν εδώ χωρίς έμφαση
σαν μια σχεδία κάτω από τον ίδιο ήλιο
πουθωρούσε ο Παρμενίδης
έβαλα τα πόδια μου μαζί,
λύγισα τα γόνατά μου, άπλωσα τα χέρια μου,
έσκυψα το κεφάλι μου
και ξεκούρασα τα μάτια μου
στα βαριά νερά του Ηράκλειτου
και έμεινα κολλημένος,
αγκυροβολημένος
πριν από τον σταθερό ορίζοντα
που κλείδωσε ο Κοπέρνικος,
αιωρούμενος ακίνητος
στο ίδιο σημείο του ομόκεντρου κύκλου
που στήριξε ο Πτολεμαίος.
Ο καθρέφτης του Νάρκισσου
Α, φτωχές νύμφες καταδικασμένες
να δεχτείτε τη σκιά του Νάρκισσου
που, εξ αιτίας των κυμάτων που προκαλείτε
καθώς προσπαθείτε να την αγγίξετε,
εσείς οι ίδιες διαλύεστε.
Ω σώμα από νερό, ω σκιά από αέρα
που δίχως νύμφες εξαφανίζονται
al enturbiar την εικόνα του
τα δάκρυα της ψυχής
ενός Ναρκίσσου το ίδιο καταδικασμένου
να βλέπει σαν το κορμί της αγαπημένης του
την ίδια τη σκιά του ερωτευμένου.
Η εφήμερη κατοχή της απόλαυσης
της ικανοποιημένης για μια στιγμή
σαν μέτρο του εαυτού κάποιου,
λοιπόν τόσο λαχταρούμε
νοιώθουμε τόσο να ποθούμε.
Opus est. III, Φθινοπωρινά απογεύματα
Περνώντας απ’ το Κοινοβούλιο,
άκουσα φωνές αντίπαλες και ξαναμμένες
που έλεγαν ότι μιλούσαν εξ ονόματος μου
όλες ταυτόχρονα, τότε
θέλησα να εκθέσω τις απόψεις μου
πάνω σ’ αυτά που είχα ακούσει, αλλά
στην πόρτα ένας κλητήρας
με εμπόδισε να μπω και με άφησε στο δρόμο.
Κι εγώ ήμουν αυτός που τους είδε να ωριμάζουν
ανακατεύοντας φύλλα ελιάς και δάφνης
με μικρά κλαδιά από κυπαρίσσι.
Και στο χειμερινό ηλιοστάσιο
που η ανία το κάνει να μακραίνει σχεδόν
όπως στο εμπόριο
κι ακόμα περισσότερο σ’ αυτό του καλοκαιριού,
έτσι επίσης μάταια θα είναι
μετά τα όνειρα τους.
Αν δε μπορείς να ξεχωρίσεις το γεράκι ανάμεσα στους γύπες
η το λύκο απ’ το ερίφιο
και την αλεπού από ένα λαγό,
¿πως θα μάθεις μετά
να διαλέγεις τη στιγμή
που θα πρέπει να αδράξεις η να αφήσεις τα πράγματα
και όσον αφορά εσένα να ξέρεις να συνεχίσεις η να σταματήσεις?
Αυτό που μεγαλώνει και μετά υψώνεται,
πλαταίνει, επεκτείνεται και διακλαδίζεται
και μην το κόβεις,
γιατί θα πέσει στο έδαφος
και στο τέλος εκεί θα αποσυντεθεί.
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ
Κύριε,
Συγχώρεσε με που δεν συχνάζω στο σπίτι σου
γιατί μέρα με τη μέρα
έχω αρχίσει να μασάω τούβλα.
Συγχώρεσε με, Κύριε,
αν μες στη νύχτα πέφτω
μέσα στον πειρασμό των ονείρων μου.
Γιατί καθώς ο αδερφός μου περπατά ξυπόλητος
για να ανέβει στο βουνό
και να κάνει την εξομολόγηση του για μας,
εγώ δε σταματώ
να κινώ βουνά από άμμο και πέτρες.
Y cuando arrepentidos άλλοι
σου υπόσχονται ένα ναό ακόμα μεγαλύτερο,
τότε εγώ,
Κύριε,
τρέμω.
Ένας τρόπος για να δείξεις τον κόσμο
1
Στριμωγμένος
νιώθω τη μοναξιά ενός φυλακισμένου
καταδικασμένου μέσα σε βαθιές λύπες
να βλέπει από τις γρίλιες των ματιών του
τη μέρα αλλά όχι τα χρόνια,
τη νύχτα αλλά όχι τα όνειρα,
τις σκιές αλλά όχι τα κορμιά.
Και ανάμεσα σε κιγκλιδώματα, που είναι οι στίχοι μου
–με τις ίδιες τους τις κούκλες σαν συζύγους
και γρύλους τα δυο μου πόδια–,
καταλήγω να νιώθω πως είμαι φυλακισμένος
από τις ίδιες τις λέξεις μου.
Κάποτε μιλάω στους τοίχους
ακόμα κι όταν σιωπώ
κι αυτοί οι τέσσερις τοίχοι με καταλαβαίνουν.
Γι αυτό εγώ τους αγαπώ.
δε σκέφτονται παρόλο που ξέρω ότι υπάρχουν
κι ανάμεσο τους ζω φυλακισμένος αλλά ελεύθερος.
2
Εγώ δημιουργώ τον απελπισμό μου
μ’ αυτές τις λέξεις.
Μ αυτές τις λέξεις που μετά θα συναπαντηθούν
με ανθρώπους σε αναζήτηση παρηγοριάς.
Ώστε τουλάχιστο μέσα στη μοναξιά των λέξεων μου
κάποιος να μπορεί να νιώθει συντροφευμένος
περισσότερο από εμένα τον ίδιο.
I
ΒΕΡΑΝΤΑ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ
Είσαι ήδη εδώ,
μπροστά στη βεράντα της δόξας
και πριν την έλευση του καπιταλισμού
να σε κουβαλάει, να σε σέρνει, να σε ρίχνει με το ζόρι
στην πλατεία της Επανάστασης
–μετά τη La Concordia μεταξύ των πλουσίων,
των εκμεταλλευτών που έχετε μπροστά σας–
και εκεί κοιτάς αμφίδρομα,
περπατώντας στη μέση του αίματος
μέχρι να βάλεις το λαιμό σου στην άκρη ενός βουνού
στο οποίο βλέπετε μέσα
ένα μπουκέτο κεφάλια που είχαν ήδη κοπεί πριν
που ακούς να πέφτει πίσω από τα αυτιά σου
η κοφτερή λεπίδα της γκιλοτίνας.
Έχουν ήδη περάσει διακόσια χρόνια
προσπαθώντας να πουλήσεις την εργατική σου δύναμη,
διακόσια χρόνια πείνας, κρύου και δίψας, χωρίς ύπνο
διακόσια χρόνια πάντα στην ύπαιθρο,
μόνο διακόσια χρόνια χωρίς ανάπαυση,
διακόσια χρόνια
ότι σε έχουν κάνει ήδη πειθήνιο, πράο, ακίνδυνο και υπάκουο, μόνο,
και σήμερα το serón είναι άδειο από κεφάλια.
Αλλά έχουν ξαναχτίσει τόσες Βαστίλες, που φτάνει
στους ανάπηρους άλλους Tuileries,
άλλα ανάπηρα στους ανάπηρους
και τα αυλάκια είναι ήδη ανοιχτά
των ομαδικών τάφων που περιμένουν
όλων αυτών των σωμάτων
που δεν έχουν πλέον όπλα εργασίας,
που δεν έχουν πια χέρια που δουλεύουν πάντα,
που δεν έχουν πια δάχτυλα δουλεύουν πάντα χωρίς ανάπαυση
που δεν έχουν πια πόδια που είναι άνεργοι,
που δεν έχουν πια πόδια να σταθούν.
II
Ανάμεσα σε φευγαλέους κεραυνούς
που ταξιδεύουν στον ουρανό λάμποντας
στη γη ανάμεσα στα δάση
τότε ήδη έξαλλη
καταστροφή αλεξικέραυνων και ομπρελών
στήσιμο μιας διαφοράς
ως ίσοι με τη φύση απελευθερωμένη,
απογυμνωμένος από τα πάντα
είτε πολιτισμός είτε πολιτισμός.
Και σε καθαρή βαρβαρότητα
γυμνός αφήνω τους δρόμους και τις πλατείες
να περπατήσω στα δάση, κι εγώ στη γη,
φευγαλέα σαν κεραυνός
και ορμητικός σαν κολπίσκος
Βγαίνω ξανά όντας ήδη θαμμένος.
III
Τίποτα χειρότερο από το να είσαι ένα παιδί που μορφώνεται έτσι
στην πίσω αυλή ενός σπιτιού.
Και ήμουν κι εγώ.
Μέχρι που μια μέρα με άφησαν μόνο
εδώ
στη μέση του δρόμου
όπου κυριαρχεί η τιμή και η πίστη
στη γροθιά ή στο μαχαίρι.
Εκεί μαθαίνεις
να επιβιώνεις, να επιβιώνεις πάνω από όλα
μέσα στο χειρότερο που υπάρχει γύρω από το περιβάλλον μας
ή ήδη πολύ κοντά
μέσα στον εαυτό του.
Και εκεί επιτυγχάνεται και η δέσμευση με τη ζωή
όλων των άλλων
και πολύ περισσότερο με εκείνον που είναι τόσο εύθραυστος,
με τους οποίους ήδη μοιραζόμαστε τη φτώχεια
με την έλλειψη της στέγης
που μας ελευθερώνει από τον ήλιο ή τη βροχή,
από μια καρέκλας ή ένα κρεβατιού στο οποίο μπορούμε να καθίσουμε ή να ξαπλώσουμε.
Από το τραπέζι, με λίγα λόγια, πού ποζάρει ένα πιάτο
ή ακόμα και από το ίδιο πιάτο
όπου βάζουμε το ψωμί που δεν έχουμε.
Γιατί κανείς δεν είπε ποτέ ότι ο αγώνας θα είναι εύκολος.
IV
Και ο άνθρωπος
δεν είναι σαν αυτό το ζώο
που σημαδεύει το έδαφος του και το υπερασπίζεται
μέχρι θανάτου.
Θα αγωνιστεί όμως με τίμημα τη ζωή του
για τη στέρηση της επικράτειας κάποιου άλλου
για τον αδερφό του, το φίλο του, το γείτονά του
ή τον αντίπαλό του.
Δεν έχει σημασία αν είναι ένας γιος
ή ο πατέρας του.
V
Είναι η δουλειά που μεταμορφώνει τον κόσμο:
οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι, για τον εαυτό τους
λαμβάνονται ένα προς ένα ή μαζί,
οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι
για τους άλλους,
η ζωή μου διαιωνίστηκε στην αγωνία
και στην αρρώστια πάντα την υγεία μου.
Γιατί είναι δράση χωρίς αντίδραση
αυτός που μου κλέβει την ανάπαυση
και, όταν όχι, τότε είναι η αϋπνία,
ο εφιάλτης της προσπάθειας,
μη μπορώντας πια
πες αρκετά
με τα πλούτη του στα χρέη
και σε αφθονία
βήχα αίμα τώρα,
ιδρώτα και ρίγη μετά
και το τέλος ενός θανάτου κουδουνίστρα εν μέσω δακρύων
χήρων ή ορφανών.
Αλλά σκεφτείτε ήρεμα, τώρα
έχεις κάλους στα δάχτυλά σου,
φουσκάλες
και στις δύο παλάμες των χεριών,
τα πόδια σου είναι πρησμένα
πονεμένα γόνατα
και είσαι νεκρός από τον ύπνο,
πολύ κουρασμένος,
Ακόμα και από δίψα και πείνα πέθανες στην κούρασή σου.
Αλλά δεν έχεις πεθάνει ακόμα,
ούτε είσαι ακόμα πεθαμένος στο πτώμα σου
και πρέπει να συνεχίσεις να περπατάς
να σταματήσει να στέκεται ακίνητος.
Πρέπει ήδη να σηκωθούμε από το έδαφος
γιατί – όπως στους ναούς της πιπεριάς τσίλι
όπου ο ήλιος συνήθως δύει ζεστά αργότερα
ότι στην παραλιακή πεδιάδα–
Το ότι είμαστε πάλι σκλάβοι δεν είναι κακό,
αλλά ότι το ξέρουμε και συνεχίζουμε να είμαστε.
Επειδή ο άντρας στα δεξιά υποφέρει,
υποφέρει και ο αριστερός
και δεν υποφέρεις κι εσύ
για συντροφικότητα, για συντροφικότητα, για αλληλεγγύη
ή από ντροπή τουλάχιστον;
VI
Ο κύριος μεταμφιέζεται σε άρχοντα
μπροστά στον δούλο του,
ο άντρας μεταμφιέζεται σε επιχειρηματία
μπροστά στον υπηρέτη του,
ο επιχειρηματίας μεταμφιέζεται σε συνδικαλιστή
ενώπιον του εργάτη του.
Χορηγώντας πάντα όλα σταδιακά
μια μεγαλύτερη ψευδαίσθηση ελευθερίας και ισότητας
ή αδελφοσύνη και δικαιοσύνη,
μέσω της περίφημης φιλανθρωπίας
σε δουλειές πάντα ευνοϊκές γι’ αυτούς.
Έτσι από τους φιλοσόφους μεταγράφηκαν στη συνέχεια εν συντομία
από δύο διάσημους δημοσιογράφους που τους χαιρετίζουν
για κάθε ιερέα σε δημόσιες κηρύξεις
ή σε μια τόσο οικεία και μυστική ομολογία που τους επικυρώνει.
Αν όμως όχι
στην ειδικευμένη πρακτική του δικηγόρου και του στρατού.
Αν και αν χρειαστεί
Βουλευτής θα γίνει και ο στρατηγός.
Και μετά
οι ίδιοι στρατηγοί και οι ίδιοι οι δικαστές
θα καταλήξουν να υπαγορεύουν και να εφαρμόζουν
τους δικούς τους νόμους.
Αφού μιλάω κοιτώντας έξω από το παράθυρο
που δίνει στον καπιταλισμό,
πίσω από το τζάμι πλησιάζω
να δω τον κόσμο μπροστά στα μάτια μου
πόσο βολικά μακριά
να τα βλέπεις αντικειμενικά όλα καλά και ολοκληρωτικά.
Αλλά αν δεν μπορείς
ασκήστε μόνο τη σοφία
του να μην ξέρεις ότι δεν ξέρεις τίποτα.
Και αφού η διάκριση είναι προσανατολισμένη
για αυτούς που πάντα κυβερνούν,
μετά δυσπιστία
να κάνουμε πράξη οποιαδήποτε θεωρία,
γιατί ούτε ο Χριστός ήταν χριστιανός
Ούτε ο Μαρξ ήταν μαρξιστής.
Έτσι θα είσαι διαλεκτικός,
αλλά πάνω απ’ όλα δράσε.
VII
Ναυαγοί πρώτης θέσης του Τιτανικού
–σε ένα ταξίδι αναψυχής–
προορίζονται για επανδρωμένα σκάφη
από ναυτικούς ειδικευμένους στο να περνούν τρομερά κύματα
και να ανακαλύπτουν στο σκοτάδι
τα τύμπανα του πάγου.
Με επαρκείς προμήθειες
να περιμένουν να σωθούν
κωπηλατούν χωρίς ξεκούραση ή άγχος,
ενώ οι μετανάστες
με λογαριασμούς χωρίς καμία διάσωση
μένουν εκεί να επιπλέουν
μέσα σε παγωμένα νερά.
«Η μείωση των θέσεων εργασίας αντιστοιχεί
στην άνοδο των μεταναστών» και είναι ίσως
έτσι είναι εκεί, αλλά όχι σήμερα
Πρόκειται για αυτό, λένε οι υποστηρικτές
της λευκής υπεροχής.
Όταν οι ναυαγοί στο ταξίδι αναψυχής του Τιτανικού
έκοψαν τα χέρια που προσκολλώνταν στις σωσίβιες λέμβους
από αυτούς που εκείνη τη στιγμή δεν ήταν ακόμη μετανάστες
αλλά κάποιοι ναυαγοί
με λογαριασμούς χωρίς καμία σωτηρία.
Τώρα καταδικασμένος να αιμορραγεί μέχρι θανάτου χωρίς να μπορώ να κολυμπήσει,
βλέποντας τα χέρια του να βουλιάζουν,
ανάμεσα σε τεράστια κομμάτια πάγου
βλέποντας ανθρώπους με το ένα χέρι να επιπλέουν παρασυρόμενοι
που πνίγονται, στη μέση του ίδιου του αίματος
αιωρείται τώρα παρασύροντας όλα,
εκτός από μερικά χέρια και μόνο
γιατί από ένα ένστικτο επιβίωσης
έχουν μείνει κολλημένοι
στα άκρα των κουπιών,
που συνεχίζουν να προελαύνουν στο απόλυτο σκοτάδι μέχρι να σπάσουν
τη στιγμή που η καρίνα θα αγγίξει τον πάτο.
VIII
Τα ζώα αισθάνονται και υποφέρουν,
τα λουλούδια νιώθουν και υποφέρουν,
τα ορυκτά αισθάνονται και υποφέρουν.
Οι άνδρες επίσης αισθάνονται και υποφέρουν.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι εταιρίες προστασίας των ζώων το κατάφεραν ήδη
Όποιος εγκαταλείπει το κατοικίδιό του να καταδικάζεται.
Αλλά ποιος απαγορεύει το σημάδι της ομορφιάς κάποιων λουλουδιών,
που σε τόσους κλάδους παρέχουν
κόψτε τα ανθοπωλεία έτσι;
Και ποιος καταδικάζει ποιον τις πέτρες
σμίλη και γυάλισμα
για να τα επιδεικνύουν οι κυρίες στα δάχτυλά τους;
Γιατί οι τραπεζίτες και οι νομοθέτες επιστρέφουν πάντα στα σπίτια τους
ανάμεσα σε οικογένειες που ρίχνονται στο δρόμο
όταν το χρέος περιλάμβανε ήδη τον κίνδυνο οποιασδήποτε χρεοκοπίας;
Γιατί όμως δεν έχει πληρωθεί έγκαιρα το δάνειο;
λένε Γιατί θα μπορούσαν άλλοι;
Αν όχι, θα έρθουν αυτοί που τους στερούν, μας είπαν,
για όλες αυτές τις ελευθερίες, λένε·
όσοι από εσάς χορηγείτε πάντα, είπατε,
με αντάλλαγμα να μην μπορούμε ποτέ να τα απολαύσουμε, αλλά να σιωπήσουμε
θα πουν.
Τα ζώα υποφέρουν,
τα λουλούδια υποφέρουν,
τα ορυκτά υποφέρουν.
Οι άντρες υποφέρουν επίσης
και είμαι έτοιμος να πολεμήσω στη μάχη.
IX
Εκατομμυριούχοι του κόσμου, ενωθείτε!
γιατί οι καημένοι μαζεύουν τροφή
και έτσι αργότερα αυξάνουν τις τιμές,
τι συμβαίνει στη Χιλή
γιατί οι άνθρωποι είναι αυτοί που παράγουν
έλλειψη, έλλειψη, δυστυχία,
τι συμβαίνει στη Βενεζουέλα
γιατί ο εργάτης
δεν διανέμει τα προϊόντα,
Αυτό τους συμβαίνει στη Βολιβία,
επίσης σε ζητιάνους
γιατί μεταφέρουν τον πλούτο τους στην Ελβετία.
Σύζυγοι εκατομμυριούχων,
Βγάλτε τις γλάστρες στο δρόμο!
χτυπήστε τους δυνατά
για να ακούνε όλοι
πεινάς!
συνέχισε να χτυπάς δυνατά,
για να το ακούσουν όλοι στη γεμάτη δυστυχία ζωή τους
Τα παιδιά σας δεν θα σταματήσουν να παίρνουν ναρκωτικά!
Χτύπα πιο δυνατά τότε!
πολύ πιο δυνατό τώρα ακόμα!
γιατί τα εγγόνια σου
Κοντεύουν να πεθάνουν από την πείνα.
Απεργία! Απεργία!
Χ
ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟΣ
Η θεατρική σκηνή αντιπροσωπεύει έναν κόσμο
χωρισμένος ανάμεσα σε αυτούς που είναι σε μια πολυθρόνα,
πάνω από,
συνεδρίαση
αναπαυτικά
μπροστά σε ένα σκηνικό, σχεδόν στο σκοτάδι
Το να σκέφτεσαι δύνατα,
φωνάζοντας δυνατά,
υπαγορεύοντας δυνατά,
και φεύγω από το φόρουμ μετά.
Και αυτοί χωρίς καρέκλα,
παρακάτω,
γονυκλία
πριν από το κέλυφος του υποφωτιστή,
ερχόμενος στη σιωπή,
ακούγοντας σιωπηλά,
παρακολουθώντας σιωπηλά,
αλλά παραμένοντας σταθερός με τα μάτια σου πάντα
ορθάνοιχτη στη μέση της σκηνής.
Σαν θεατής που ακολουθεί
χειροκροτώντας πάντα όρθιος
παρόλο που η αυλαία έπεσε πριν από πολύ καιρό.
Κοιτάζοντας όμως τους εμετούς
θα δεις
που τώρα εμφανίζονται μέσα από την ακόμα φωτισμένη ομίχλη
σιγά σιγά ληστές,
τραπεζίτες, ιερόδουλες, πορτοφολάδες,
όπως εμείς, στην υπηρεσία όλων
πριν το κέλυφος αυτών που προηγουμένως έφυγαν από το φόρουμ.
Εσύ επίσης.
XI
ΚΥΚΛΟΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ
Ο κόσμος αλλάζει πάντα σαν το νερό
στη σπείρα των αποχετεύσεων και των δύο ημισφαιρίων
και κατεβαίνει χωρίς να σταματήσει ποτέ
από τον πάτο μιας κόλασης μέχρι το στόμα μιας νέας
πάντα χειρότερα από τους υπονόμους.
Αλλά και ο κόσμος αλλάζει προς το καλύτερο.
Πάντα προς το καλύτερο σε όλα
από λίγα μόνο.
Και κατεβαίνουν κύκλο με κύκλο
κάποιων απαίδευτων αγοριών
σε ορισμένους εκμεταλλευόμενους εργάτες,
των εκμεταλλευόμενων εργαζομένων
σε κάποιους εργάτες χωρίς δουλειά
και κάποιοι εργάτες χωρίς δουλειά
σε όλους χωρίς μισθό.
Και όλοι χωρίς μισθό σκέφτονται
πώς οι μηχανές λειτουργούν μόνες μας.
Μερικοί είναι μόνο αυτοί που σώζονται,
αυτά του οίκου ενός άρχοντα.
Η μαγείρισσα με ένα κασκόλ δεμένο στο κεφάλι
και τον πλάστη του αλευριού στο ένα χέρι
και στην άλλη η φυσούνα να φυσήξει τις φλόγες
μόνο σε σόμπες άνθρακα.
Η υπηρέτρια με ποδιά, με γάντια
ακόμα και με λευκές κάλτσες και παπούτσια,
αλλά χωρίς τίποτα
κάτω από τη ρόμπα.
Φειδωλή η νοσοκόμα
φορώντας δεμένο με καρφίτσα ασφαλείας στη μέση
όλα τα κλειδιά του σπιτιού.
Επίσης η νέα γραμματέας που είναι μόλις δεκαοκτώ ετών
αντί της παλιάς δακτυλογράφος
Εδώ και λίγο καιρό φοράω πάντα γυαλιά
και τώρα ακόμα και με ρυτίδες.
Ή ο πιστός θυρωρός με τη λιβεριά και το δεκανίκι του μπροστά στη σταθερή πόρτα.
Ο μπάτλερ προσεκτικός στο τραπέζι
από μια γωνία κοιτώντας τα πάντα χωρίς να βλέπει τίποτα.
Ο οδηγός με το καπάκι του πάντα δίπλα στο αυτοκίνητο
γυάλισμα των ελαστικών μετά τη λαμαρίνα
και ήδη μέσα ακούω τα πάντα χωρίς να ακούω τίποτα.
Και οι εργάτες στα εργοστάσιά τους
ανάμεσα στα κομμένα δάχτυλά του κρατώντας
αδύναμα εργαλεία χωρίς να μπορώ να τα χρησιμοποιήσω,
τώρα αποφράσσοντας τις αποχετεύσεις ή καθαρίζοντας
η καμινάδα στην ταράτσα
και μάλιστα στον κήπο
κόβοντας πάντα το γρασίδι αλλά και από καιρό σε καιρό
μερικά λουλούδια,
να τα δώσει κρυφά μόνο στην υπηρέτρια.
Και ο άνθρωπος, το μόνο ζώο που πίνει
χωρίς να έχει διψάσει,
έτσι είναι τώρα το μόνο ζώο που σκοτώνει τότε
χωρίς να πεινάει.
XII
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ
Όταν κάθε σκελετός όμως διαρκεί περισσότερο από το φέρετρό του
και από την άλλη επίσης τόσο πολύ
όπως στο βάθος
το αγρόκτημα,
όπως στη μέση του γηπέδου
έτσι ένα εγκαταλελειμμένο κάστρο μόνο
για ένα παλάτι
ή το αβαείο να στέκεται ακόμα
παρά το μοναστήρι εκτός από τα κοινόβια.
Όχι όμως σαν το δικό σου σπίτι
– από άχυρο, λάσπη και καλάμι
στους πρόποδες των κάστρων
εκείνου που έκανε τα πάντα.
Κι ας μείνουν μόνο ερείπια
μπερδεύοντας αυτό που στην εποχή του διέκρινε
τι ήταν η σπανιότητα ή ήταν η αφθονία
και αδράνεια ή εξάντληση.
XIII
Έρχεται η δικαστική πορεία,
Ήδη έρχονται να εκτελέσουν μια ποινή,
Έρχονται να διώξουν τα ορφανά,
Κατευθύνονται να διώξουν τις χήρες
και έρχονται να πετάξουν τους ηλικιωμένους στο δρόμο.
Ήδη έρχονται να δώσουν τις στέγες στα όρνια,
Για να παραδώσουν τα τείχη στους οδοκαθαριστές που επιστρέφουν,
να αρπάξει το έδαφος
Όσοι προηγουμένως τους αφαιρέθηκαν οι μισθοί είναι καθ’ οδόν.
Έχουν αφαιρέσει ακόμη και τα όνειρά τους
Από το πόσοι από τους ρους και το κιχώριο έκαναν τα γλέντια τους,
στο πόσα από το αλάτι έκαναν τη μοίρα τους
και σε αυτούς που έκαναν την περιουσία τους με δάκρυα όπως στο νερό
γιατί δουλεύοντας αύξησαν τη δική τους δυστυχία
με τον πλούτο των άλλων.
Έχουν έρθει ήδη ως εδώ, επιστρέφοντας, επέστρεψαν
των απατεώνων μέσω των εμπρός ανδρών έξωσης
Σε έναν χορό μετά θάνατον έρχονται
Συνοδευόμενοι από δημόσιες δυνάμεις της τάξης πλησιάζουν
οι δικαστικοί υπάλληλοι στη μέση της αταξίας
τώρα έρχονται να καταθέσουν τα πιστοποιητικά αυτοκτονίας
Εν αναμονή της άφιξης ορισμένων κριτών, παραμένουν
για την αφαίρεση πτωμάτων
όπου πάντα περιμένει ο θάνατος με τον χορό του
στην κόψη ενός μαχαιριού,
στην άκρη ενός σχοινιού
ή στα πόδια του παραθύρου.
Μέχρι να παρελαύνουν όλοι μαζί
αφήνοντας σφραγίδες στα τζάμια
όλης της ελευθερίας σε κάθε πόρτα,
αλυσίδες και λουκέτα στις πύλες
της ισότητας μόνο μεταξύ τους,
με τα παράθυρα
της αδελφότητας τειχισμένη για πάντα.
XIV
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Όταν η έξωση έχει ήδη πραγματοποιηθεί,
όταν δεν μπορείς να φύγεις ούτε από το σπίτι σου
γιατί είσαι έξω
γιατί σίγουρα σε έχουν διώξει από τη γειτονιά σου
στέλνοντάς σας να μετακομίσετε σε έναν λόφο
όπου οι απόψεις
Αν όχι όμορφα, τουλάχιστον είναι πιο ευρύχωρα.
και τώρα σαν τα μάτια των πουλιών
κονκάρδες στέγες και παμπόν,
παμπόν ως στέγες
όπου κοιμάσαι
και σοκάκια που είναι πάρκα
όπου παίζεται,
Αν δεν πήγαινες στην άλλη γειτονιά.
Στη συνέχεια, μπορείτε να πάτε μόνο στο βάθος μιας σπηλιάς
και στέκεται εκεί καθισμένος γονατισμένος
κοιτάζοντας μέσα σε όλα σαν πηγάδι
ή έξω ακριβώς σαν τούνελ.
Και μετά μπορείς να πας ακόμα παραπέρα, με τα παπούτσια σου
στο κέντρο ενός ψυχρού σκότους,
δίπλα σε μια ομίχλη τόσο απτή,
που ψηλαφίζεις χοντρά αλλά ακόμα
γιατί ό,τι κινείται εδώ είναι μόνο φαντάσματα
και εν μέσω μιας πιο ακουστής και άθλιας σιωπής
από αυτό που βρίσκεται τώρα νεκρό.
Γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να φύγεις από εδώ
που μπαίνοντας στο υπερπέραν
ανάμεσα στα όρια μιας θέσης πιο σκοτεινής από αυτό,
στενό, κοντό και χαμηλό.
Αυτό είναι πολύ λυπηρό, όλα είναι πολύ σοβαρά.
XV
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μην υποστείτε απογοήτευση
αυτοί που έχασαν τη δουλειά τους.
(Είναι μια πραγματική ευχή.)
Μην είσαι απαισιόδοξος
αυτούς που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους
και στο τέλος αυτοκτόνησαν.
(Είναι μια παράλογη επιθυμία.)
Και ας μην μιλάμε έτσι μετά από διαφωνίες,
είναι τόσο εύκολο
–περικυκλωμένο από αστυνομικούς κλοιούς, σωματοφύλακες και βοηθούς–,
σε μια ομιλία – τόσα ανεβάζει, τόσο πολύ –,
Είτε το λέει είτε το προφέρει ο βασιλιάς είτε ο πρόεδρος,
αν και πάντα είμαστε μόνο αυτοί που το ακούμε.
Και στον αγώνα της ζωής
μέχρι τον θάνατο,
στην επιστροφή του πτώματος
προς το τίποτα,
εδώ μένουμε όλοι
σαν μια απροσδόκητη έκτρωση θανάτου.
XVI
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ
Πριν τον Άνταμ Σμιθ
κέρματα κόπηκαν και τραπεζογραμμάτια είχαν ήδη τυπωθεί
και έτσι πλούτισαν τα έθνη.
Τώρα
με τα χαρτιά
που σε αντάλλαγμα για δουλειά σου δίνουν
για μια αξία σε χρυσό που δεν υπάρχει,
θυμήσου, η δουλειά σου είναι νεκρό γράμμα
στον ιδρώτα σου
Και μη διστάσετε,
υπάρχει αίμα σκοτεινό από την καθημερινή τριβή
και με την πάροδο του χρόνου απαξιώνεται και με την ηλικία.
στον ήχο του εισιτηρίου σας η δουλειά σας.
και παρόλο που η τιμή του χαρτιού και του μελανιού αυξάνεται,
ότι και η τιμή ανεβαίνει
από κάθε γραμμάριο χρυσού
καθώς αυξάνεται ο καπνός και ο λοιμός.
Αλλά οι αυτοκρατορίες, τα νομίσματα και οι λογαριασμοί τους έχουν χαθεί
αυξάνονται σε αξία όπως το χρηματιστήριο κάθε μέρα
της μαγιάς σε μια ζύμη βάλτε στο φούρνο
που ανεβαίνει και ανεβαίνει
όπως ένα μπαλόνι ανεβαίνει στον αέρα,
σαν προσευχές αποστάτη
ψάχνοντας για κάποιον άλλο θεό μάταια.
Copyright © Antonio Cillóniz de la Guerra 2025. Todos los derechos reservados.